- περιαυτίζομαι
- περιαυτίζομαι, [voice] Med., ([etym.] αὐτός)A to be busy about oneself, brag, Hsch., Phot., Suid.2 speak much on one subject, Hsch., Phot., Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιαυτίζομαι — ΜΑ περιαυτολογώ, μεγαλαυχώ μσν. προσελκύω αρχ. μιλώ πολλές φορές για το ίδιο πράγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + αὐτός] … Dictionary of Greek
περιαυτιζόμενοι — περιαυτίζομαι to be busy about oneself pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαυτιζόμενος — περιαυτίζομαι to be busy about oneself pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαυτίζεσθαι — περιαυτίζομαι to be busy about oneself pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαυτίζεται — περιαυτίζομαι to be busy about oneself pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιευτίζομαι — Α περιαυτίζομαι*. έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού περιαυτίζομαι, πιθ. κατ επίδραση τού ἑαυτός] … Dictionary of Greek
περιαυτισμός — ὁ, Μ [περιαυτίζομαι] περιαυτολογία … Dictionary of Greek